λιπαυγής

λιπαυγής
λῐπ-αυγής, ές,
A deserted by light, dark, sunless, IG12(5).891.5 ([place name] Tenos), Orph.H.18.2; blind, AP9.13 (Pl. Jun.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιπαυγής — λιπαυγής, ές (Α) 1. αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιος 2. τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + αυγής (< αὐγή [ἡ] ή *αὖγος [τὸ]), πρβλ. δι αυγής] …   Dictionary of Greek

  • λιπαυγής — deserted by light masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαυγῆ — λιπαυγής deserted by light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιπαυγής deserted by light masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιπαυγής deserted by light masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαυγέα — λιπαυγής deserted by light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λιπαυγής deserted by light masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαυγέες — λιπαυγής deserted by light masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαυγέος — λιπαυγής deserted by light masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαυγέσιν — λιπαυγής deserted by light masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιπαυγώ — λιπαυγῶ, έω (Α) [λιπαυγής] χάνω το φως μου, τυφλώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”